- προσποιητός
- -ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [προσποιοῡμαι]1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)μσν.(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητόςδιεκδικητήςαρχ.1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσποιητόςο υποκριτής.επίρρ...προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Νμε υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.
Dictionary of Greek. 2013.