προσποιητός

προσποιητός
-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [προσποιοῡμαι]
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσποιητός — taken to oneself masc nom sg προσποιητός taken to oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητός, -ή -ό — προσποιητός, ή, ό αυτός που γίνεται με προσποίηση, υποκριτικά, αφύσικα, πλαστά: Προσποιητή ευγένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσποίητος — taken to oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητόν — προσποιητός taken to oneself masc acc sg προσποιητός taken to oneself neut nom/voc/acc sg προσποιητός taken to oneself masc/fem acc sg προσποιητός taken to oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητοῖς — προσποιητός taken to oneself masc/neut dat pl προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητοί — προσποιητός taken to oneself masc nom/voc pl προσποιητός taken to oneself masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητῶς — προσποιητός taken to oneself adverbial προσποιητός taken to oneself adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητῷ — προσποιητός taken to oneself masc/neut dat sg προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιήτως — προσποίητος taken to oneself adverbial προσποίητος taken to oneself masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητῆς — προσποιητός taken to oneself fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”